25 Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη
ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε,
τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;
26 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ
τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;
27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις
Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς
καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς
σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ
ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν
πλησίον σου ὡς σεαυτόν·
28 εἶπε
δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο
ποίει καὶ ζήσῃ.
29 ὁ δὲ θέλων
δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν·
καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;
30 ὑπολαβὼν
δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις
κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς
῾Ιεριχώ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ
καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς
ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ
τυγχάνοντα.
31 κατὰ συγκυρίαν δὲ
ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ
ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν.
32 ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος
κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν
ἀντιπαρῆλθε.
33 Σαμαρείτης δέ
τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν
αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη,
34 καὶ
προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ
ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας
δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν
αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη
αὐτοῦ·
35 καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον
ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε
τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι
αὐτοῦ, καὶ ὅτι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ
ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι.
36 τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον
δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος
εἰς τοὺς λῃστάς;
37 ὁ δὲ εἶπεν·
ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν
οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ
ποίει ὁμοίως.
Καινὴ Διαθήκη σελ. 281-283.
Τὸ «πανδοχεῖον»
...Ἡ παραβολή, ἀγαπητοί μου, εἶνε μιὰ διήγησι, μὲ τὴν ὁποία ὸ Κύριος ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ. Δὲν θὰ ἐξηγήσουμε ἐδῶ ὅλα τὰ σημεῖα καὶ τὶς λεπτομέρειες τῆς παραβολῆς. Λέμε μόνο γενικά, ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔπεσε στοὺς λῃστάς, εἶνε κάθε ἄνθρωπος, εἶνε ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα. Λῃστὲς εἶνε οὶ δαίμονες. Οἱ φοβερὲς πληγὲς εἶνε οἱ ἁμαρτίες. Αὐτὲς πληγώνουν καὶ θανατώνουν τὸν ἄνθρωπο σωματικὰ καὶ πνευματικά.
Ὁ ἄνθρωπος, χτυπημένος ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ τὴν ἁμαρτία, περιέρχεται σὲ μιὰ τέτοια κατάστασι ἀδυναμίας, ποὺ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ σωθῇ. Καὶ οἱ δυὸ πρῶτοι διαβάτες, ποὺ πέρασαν καὶ εἶδαν ἀπλῶς καὶ τίποτε δὲν πρόσφεραν στὸν τραυματισμένο, εἶνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ποὺ - ὁσοδήποτε μεγάλοι καὶ ἂν φαίνονται- δὲν ἔχουν τὴ δύναμι νὰ σώσουν τὸ δυστυχισμένο ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του.
Ὁ δὲ καλὸς Σαμαρείτης ποιός εἶνε; Εἶνε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός... Ἔ λοιπόν, αὐτὸς ποὺ τὸν περιφρονοῦσαν σὰν Σαμαρείτη καὶ τὸν ἔβριζαν καὶ τὸν χλεύαζαν, αὐτὸς ἔγινε ὁ πλησίον τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸς ἔσκυψε πάνω ἀπὸ τὸν πονεμένο ἄνθρωπο, αὐτὸς ἄκουσε τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς του, αὐτὸς τὸν πόνεσε καὶ τὸν σπλαχνίστηκε, αὐτὸς σταυρώθηκε καὶ ἔχυσε τὸ αἷμα του γι' αὐτόν.
Τρία χρόνια ὑπηρετοῦσε καὶ εὐεργετοῦσε ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπον ἐδῶ πάνω στὴ γῆ μὲ μιὰ ἀγάπη ἀπέραντη. Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς, δὲν ἐγκατέλειψε τὴν ἀνθρωπότητα. Προνόησε γι' αὐτήν. Προνόησε γιά ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ὅλων τῶν αἰώνων. Προνόησε, νά ἔχουν ὅλα τὰ πνευματικὰ μέσα γιὰ τὴ σωτηρία τους, νὰ μὴ τοὺς λείψῃ τίποτε.
Καὶ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ ἵδρυσε τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ εἶνε τὸ πανδοχεῖο πού, ὅπως καὶ ἡ λέξις δείχνει, δέχεται ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀρκεῖ νὰ θέλουν νὰ σωθοῦν καὶ νὰ συμμορφωθοῦν μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ Χριστοῦ. Στὸ πνευματικὸ αὐτὸ πανδοχεῖο, στὴν Ἐκκλησία, ὑπηρετοῦν οἱ κληρικοί, ποὺ ἔχουν ἐντολὴ ἀπ' τὸν Χριστὸ νὰ προσφέρουν στοὺς ἀνθρώπους κάθε βοήθεια ποὺ συντελεῖ στὴ σωτηρία τους. Ὑπάρχουν στὴν Ἐκκλησία ὅλα τὰ μέσα γιὰ νὰ σωθῇ ὸ ἄνθρωπος.
Ἡ Ἐκκλησία εἶνε τὸ πανδοχεῖο. Ἡ ἐκκλησία εἶνε τὸ ἰατρεῖο. Καὶ ποιός, Χριστέ μου, ποὺ καταφεύγει στὸ ἰατρεῖο σου, δὲν θεραπεύεται;
Ὅλοι, ἀδέλφια μου, στὸ πανδοχεῖο, ὅλοι στὸ ἰατρεῖο τοῦ Χριστοῦ!
Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Πηγή: Κυριακή, Ἐπισκόπου Αὐγουστίνου Καντιώτου, σελ. 245-246 (ἀπόσπασμα).